γελοιογραφικός

γελοιογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. ο σχετικός με τη γελοιογραφία: Ο αδερφός μου συμμετείχε σε μια γελοιογραφική έκθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γελοιογραφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γελοιογραφία 2. «γελοιογραφικό περιοδικό» αυτό που περιέχει γελοιογραφίες 3. το θηλ. ως ουσ. η γελοιογραφική η τέχνη τού γελοιογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”